- ιόχρους
- -ου και -οος, -οοναυτός που έχει το χρώμα τού ίου, μενεξεδένιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. υαλό-χρους, χιονό-χρους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιοβαφής — ές (Α ἰοβαφής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ο ιόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. κροκο βαφής, χρυσο βαφής]· … Dictionary of Greek
ιοειδής — (I) ές (Α ἰοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, μενεξεδής, ιόχρους («ἰοειδέα πόντον», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοειδή οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών αρχ. 1. αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, ευώδης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
ιώδης — (I) ες (Α ἰῶδης, ες) [ίον] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιόχρους, μενεξεδής 2. το ουδ. ως ουσ. το ιώδες α) το χρώμα που παράγεται από την ανάμιξη τού ερυθρού και τού κυανού, ως οπτικών αισθημάτων β) είδος τών ιωδών χρωστικών, με… … Dictionary of Greek
αλλαμάνδα — (allamanda). Διάφοροι αναρριχητικοί θάμνοι της οικογένειας των αποκυνιδών. Οι κυριότεροι είναι η α. η νηριόφυλλος, η α. η καθαρτική και η α. η ιόχρους. Όλοι είναι αειθαλείς με φύλλα ακέραια σε σπονδύλους από 2 έως 5. Τα άνθη τους έχουν κάλυκα… … Dictionary of Greek
πτιλονορυγχίδες — Πτηνά που ζουν στην Αυστραλία, στη Νέα Γουινέα και σε μερικά γειτονικά τους αρχιπελάγη και αποτελούν μία οικογένεια της τάξης των στρουθιόμορφων. Οι π. –που περιλαμβάνουν περίπου 17 είδη– παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον προπάντων για τη… … Dictionary of Greek